ἠρινολόγος

ἠρινολόγος
ἠρινο-λόγος, ον,
A talking in spring, τέττιξ, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηρινολόγος — ἠρινολόγος, ον (Α) αυτός που λαλεί την άνοιξη («ἠρινολόγος τέττιξ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηρινός + λόγος (< λόγος) πρβλ. αρχαιο λόγος, ιδεο λόγος] …   Dictionary of Greek

  • ἠρινολόγοι — ἠρινολόγος talking in spring masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”